- σαπωνοποιός
- και σαπουνοποιός, ο, Νπαρασκευαστής σαπουνιών, σαπουνάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων / σαπούνι + -ποιός*. Ο τ. σαπωνοποιός μαρτυρείται από το 1850 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σαπουνοποιός — ο, Ν βλ. σαπωνοποιός … Dictionary of Greek
σαπωνοποιία — και σαπουνοποιία, η, Ν [σαπωνοποιός / σαπουνοποιός] 1. το σύνολο τών σαπωνοποιείων 2. η τέχνη και το επάγγελμα τού σαπωνοποιού 3. εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών … Dictionary of Greek
σαπωνοποιείο — και σαπουνοποιείο, το, Ν εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών, σαπουνάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπουνοποιός / σαπωνοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. σαπωνοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
σαπωνοποιώ — και σαπουνοποιώ Ν μετατρέπω λιπαρές ουσίες σε σάπωνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπωνοποιός / σαπουνοποιός. Ο τ. σαπωνοποιῶ μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek